σμυρίγλι

σμυρίγλι
και σμιρίγλι, το, και σμιρίγλη, η, Ν
η σμύριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. smeriglio < αμάρτυρο λατ. *smirilium < λατ. smyris < σμύρις. Ο τ. με -ι- αποτελεί απόδοση τού ιταλ. τ., ενώ η γραφή με -υ- κατ' επίδραση του αρχ. σμύρις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • σμιρίγλι — το, και σμιρίγλη, η, Ν βλ. σμυρίγλι …   Dictionary of Greek

  • σμυριγλάς — και σμιριγλάς, ο, Ν ο σμυριδεργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμυρίγλι / σμιρίγλι + κατάλ. άς (πρβλ. σιδερ άς)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Γεωλογικό Απειράνθου (Νάξου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1966, με πρωτοβουλία του ντόπιου πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, αλλά έκλεισε στη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1987 επαναλειτούργησε, με πρωτοβουλία του Μανώλη Γλέζου, και από τότε στεγάζεται στο κτίριο του δημοτικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”